Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκοταῖος ἀναγαγών

См. также в других словарях:

  • σκοταίος — και σκοτιαῑος, αία, ον, θηλ. και ος, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο σκοτάδι (α. «ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῑν τὸ πεδίον», Ξεν. β. «ἐνέδρας δὲ δεδιὼς σκοταίους», Πλούτ.) 2. αυτός που γίνεται στη διάρκεια τής νύχτας, πριν από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»